Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το λάχανο

  • 1 капуста

    капуста ж το λάχανο кислая (или квашеная) \капуста το λάχανοτουρσί" цветная \капуста το κουνουπίδι
    * * *
    ж
    το λάχανο

    ки́слая ( или ква́шеная) капу́ста — το λάχανο τουρσί

    цветна́я капу́ста — το κουνουπίδι

    Русско-греческий словарь > капуста

  • 2 капуста

    бот. κράμβη η κεφαλωτή, разг. το λάχανο
    цветная - η ανθοκράμβη, разг. το κουνουπίδι
    квашеная - τουρσί από -, το ξινό λάχανο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капуста

  • 3 винегрет

    винегрет м το βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι)
    * * *
    м
    το βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι)

    Русско-греческий словарь > винегрет

  • 4 капуста

    капу́ст||а
    ж τό λαχανο[ν], ἡ κράμβη/ τό κραμβολάχανο (кочанная):
    цветная \капуста τό κουνουπίδι· кислая (квашеная) \капуста τό λάχανο τουρσί·.

    Русско-новогреческий словарь > капуста

  • 5 кислый

    ки́сл||ый
    прил
    1. ξινός:
    \кислыйая капу́ста τό λάχανο τουρσί· \кислыйые щи ἡ σούπα μέ λάχανο τουρσί·
    2. (прокисший) ξινισμένος, ξινός:
    \кислыйое молоко τό γιαούρτι, τό ξινόγαλα·
    3. хим. ὀξύς·
    4. перен Разг. ἄκεφος:
    \кислыйое лицо τά ξινισμένα μοῦτρα.

    Русско-новогреческий словарь > кислый

  • 6 капуста

    θ.
    κραμβολάχανο, λάχανο, μάπα, κράμβη η λαχανώδης, βράσκη•

    кислая ή квашеная капуста αρμυρόξυνο λάχανο.

    εκφρ.
    цветная капуста – ανθοκράμβη, κουνουπίδι•
    изрубить в -у кого-н. – κατακρεουργώ κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > капуста

  • 7 кислый

    επ.
    1. ξινός•

    -ые яблоки ξινά μήλα•

    -ое вино ξινό κρασί•

    -ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•

    -ая капуста λάχανο τουρσί•

    -ое молоко το γιαούρτι.

    2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•

    -ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.

    εκφρ.
    -ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•
    - ая соль – αλάτι ξινό•
    - ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό.

    Большой русско-греческий словарь > кислый

  • 8 шинковать

    пищ. τεμαχίζω, λ(ε)ιανίζω (π.χ. το λάχανο) σε λεπτές μακρόστενες λωρίδες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шинковать

  • 9 капустный

    капу́ст||ный
    прил τοῦ λαχἀνου, ἀπό λάχανο.

    Русско-новогреческий словарь > капустный

  • 10 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 11 капуста

    [καπούστα] ουσ. θ. λάχανο

    Русско-греческий новый словарь > капуста

  • 12 капуста

    [καπούστα] ουσ θ λάχανο

    Русско-эллинский словарь > капуста

  • 13 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

См. также в других словарях:

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — το 1. το φυτό κράμβη: Έφτιαξα ντολμάδες με λάχανο. 2. στον πληθ., τα λάχανα τα χορταρικά, όλα τα αγριόχορτα που τρώγονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουνουπίδι — Κοινή ονομασία του φυτού Brassica oleracea var. botrytis της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα)· ήταν γνωστό, παλιότερα, με την ονομασία λάχανο της Κύπρου. Το κ., πολύ συγγενικό με το κοινό λάχανο, είναι μια ογκώδης πόα, ύψους 30 45 εκ.,… …   Dictionary of Greek

  • κραμπολάχανο — το το λάχανο, αλλ. μάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + λάχανο. Για τη φωνητική μεταβολή βλ. κραμπί] …   Dictionary of Greek

  • λαχανευτός — λαχανευτός, ή, όν (Α) [λαχανεύω] καλλιεργημένος, κηπευτός, αυτός που καλλιεργείται ή μπορεί να καλλιεργηθεί σε κήπο ως λάχανο ή για λάχανο …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Lachania — Λαχανιά …   Deutsch Wikipedia

  • Lahania — Lachania Λαχανιά DEC …   Deutsch Wikipedia

  • βρύο — το και βρύος, ο (AM βρύον) σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος,… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • ερυσμός — ἐρυσμός, ὁ (Α) [ερύω (II)] 1. μέσο προστασίας από τη μαγεία 2. λάχανο τού οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»